Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Πίσω από τη διαπάλη για τις ομαδικές απολύσεις





Πίσω από τη διαπάλη για τις ομαδικές απολύσεις




                                                                               




Οι ομαδικές απολύσεις και γενικότερα η περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας βρίσκονται αυτή την περίοδο στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Βρίσκονται στα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί για την επόμενη περίοδο, με τον κλασικό μανδύα των «προαπαιτούμενων» αλλά και στην πολιτική συζήτηση, με διαφορετικές αστικές απόψεις για το θέμα να διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Καταγράφονται ως μια από τις «σκληρές» απαιτήσεις της τρόικας και του ΔΝΤ, ενώ η κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΓΣΕΕ εμφανίζονται, για μια ακόμα φορά, τάχα να «χαράσσουν κόκκινες γραμμές».
Στη συγκυρία αυτή έχει μεγάλη σημασία να συζητηθεί πλατιά, και μέσα στο κίνημα, γιατί το κεφάλαιο προχωρά σε τέτοια μέτρα και κυρίως από ποια σκοπιά πρέπει να αντιταχθούν σ' αυτά οι λαϊκές δυνάμεις.
Το βασικό τους επιχείρημα υπέρ της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων
Τα επιχειρήματα της κυρίαρχης αντίληψης υπέρ των ομαδικών απολύσεων είναι απλά: Η απελευθέρωση των απολύσεων επιτρέπει ταχύτερο άνοιγμα και κλείσιμο επιχειρήσεων και δίνουν «ανάσα» στον «επιχειρηματικό κόσμο» που ασφυκτιά από το σκληρό σημερινό σύστημα προστασίας. Επιτρέπει να γίνονται πιο «ριψοκίνδυνες» επενδύσεις, αφού μια επένδυση που πέφτει έξω έχει μικρότερο κόστος για τον επιχειρηματία. Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η απελευθέρωση των απολύσεων, επιτρέπει την ευκολότερη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού από κλάδο σε κλάδο, από επιχείρηση σε επιχείρηση. Τελικά, υποστηρίζει το βασικό αστικό επιχείρημα, μέσα απ' τη διαδικασία αυτή, η απελευθέρωση των απολύσεων οδηγεί στην παραγωγή νέου πλούτου, νέων επιχειρήσεων και πάνω απ' όλα στη δημιουργία των πολυπόθητων νέων θέσεων εργασίας. Χαρακτηριστικά, αναφέρει σε άρθρο της στην «Καθημερινή» η κ. Αντιγόνη Λυμπεράκη: «Η λογική απελευθέρωσης των απολύσεων είναι για να μπορούν να δημιουργηθούν νέες δουλειές, όταν επιτέλους θα έρθει η ανάκαμψη».
Πυρήνας της αστικής θέσης είναι ότι οι ομαδικές απολύσεις συμβάλλουν στο να διασφαλισθεί φθηνότερη εργατική δύναμη, διευκολύνουν τις νέες επενδύσεις, που είναι τελικά ο δρόμος, για να έρθει η ανάπτυξη και μέσα απ' αυτήν η λαϊκή ευημερία.
Το επιχείρημα αυτό έχει φυσικά ορισμένα στοιχεία αλήθειας. Πράγματι, αναγκαία προϋπόθεση για να έρθουν νέες επενδύσεις είναι η διασφάλιση ικανοποιητικού ποσοστού κέρδους των επενδύσεων. Το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται όλο το προηγούμενο διάστημα και που προωθούνται στη συνέχεια έχουν αυτό το χαρακτήρα. Η απελευθέρωση των απολύσεων, η δυσκολία οργάνωσης του εργατικού κινήματος οδηγούν σε φθηνότερη εργατική δύναμη και συνεπώς δίνουν νέα κίνητρα στο μεγάλο κεφάλαιο για να έρθουν επενδύσεις. Αυτή τη κατεύθυνση ακολουθεί διαχρονικά και η πολιτική της ΕΕ. Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας θεωρείται ως ένας από τους βασικούς πυλώνες που διασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητα των ομίλων.
Ωστόσο, το επιχείρημα είναι μόνο η μισή αλήθεια, και η μισή αλήθεια είναι χειρότερη από το ψέμα. Πράγματι, μέτρα αυτής της κατεύθυνσης οδηγούν σε επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε δημιουργία νέου πλούτου. Ωστόσο, αυτός ο νέος πλούτος δε μεταφράζεται σε νέο πλούτο για όλους, δε μεταφράζεται σε κοινωνική ευημερία.
Στο προαναφερθέν άρθρο γίνεται λόγος για την ευεργετική επίδραση της διαδικασίας συνεχών απολύσεων και της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού από κλάδο σε κλάδο και από επιχείρηση σε επιχείρηση στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του '80 και του '90. Αναφέρεται πως πάνω από το μισό της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας οφείλεται στην αυξημένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.
Ομως αυτήν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν την καρπώθηκε η εργατική τάξη. Αντίθετα, όπως μας ενημερώνει η πλέον επίσημη σχετική πηγή των ΗΠΑ, το γραφείο στατιστικής της εργασίας, τις δεκαετίες του '80 και του '90, οι πραγματικοί εργατικοί μισθοί στις ΗΠΑ παρέμειναν σταθεροί, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας υπερδιπλασιάστηκε. Αυτό το φαινόμενο δεν αποτελεί ξεχωριστό χαρακτηριστικό των ΗΠΑ. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, το μερίδιο των εργαζόμενων στη ετήσια παραγόμενη πίτα του πλούτου, το ΑΕΠ, εμφανίζει ουσιαστική κάμψη.
Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζόμενων είναι, τελικά, ο βασικότερος μηχανισμός με τον οποίο ο καπιταλισμός αντιδρά στην τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Η ίδια η συσσώρευση του κεφαλαίου, τελικά η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη, προϋποθέτει συνεχές πρόσθετο ξεζούμισμα των εργαζόμενων, προκειμένου να διατηρείται υψηλή η κερδοφορία.
Γι' αυτό και η προσέλκυση επενδύσεων, που σίγουρα θα υποβοηθηθεί από τις ελαστικότερες εργασιακές σχέσεις, δεν θα αντιμετωπίσει την ανεργία και δεν θα οδηγήσει σε καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας που να καλύπτουν τις ανάγκες των εργαζόμενων . Οι όποιες νέες θέσεις εργασίας δημιουργηθούν θα είναι θέσεις με χαμηλούς μισθούς, πολύ κάτω ακόμα και από τα προ κρίσης επίπεδα, με ελαστικό, εξαντλητικό ωράριο. Συγχρόνως, οι θέσεις αυτές θα αντικαθιστούν υφιστάμενες θέσεις εργασίας που είχαν διασφαλίσει καλύτερες εργασιακές σχέσεις. Η τεράστια δεξαμενή ανέργων δίνει στο κεφάλαιο το «πάνω χέρι» στη διαπραγμάτευση των μισθών, συμπιέζοντάς τους σημαντικά.
Η σοσιαλδημοκρατική ψευτοαντιπαράθεση
Απ' την άλλη μεριά, υπάρχουν και αστικές δυνάμεις που, σήμερα, φέρονται να αντιτίθενται στην προώθηση των ομαδικών απολύσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα επιτελεία του διαμορφώνουν μια θέση που στα χαρτιά είναι ενάντια στις ομαδικές απολύσεις, εξηγώντας παράλληλα πως είναι μια πολιτική λαθεμένη για την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Χαρακτηριστική είναι μια κριτική του προαναφερθέντος άρθρου της «Καθημερινής» από τον κ. Αγγελο Ευστρατόγλου, στελέχους του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, κριτική που δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα. Ο πυρήνας της κριτικής του συμπυκνώνεται στο ακόλουθο: «Η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από έναν μεγάλο αριθμό παραγόντων, με το κόστος εργασίας να είναι ένας μόνο εξ αυτών». Αρα, συνεχίζει, η προώθηση των ομαδικών απολύσεων που αντικειμενικά ελαττώνει το κόστος εργασίας δεν οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή, σε μεγαλύτερα κέρδη για το μεγάλο κεφάλαιο. Μάλιστα στο εν λόγω άρθρο αναφέρει πως «οι εργαζόμενοι που παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ίδια επιχείρηση εμφανίζουν αυξημένη αφοσίωση στην επιχείρηση, αυξημένες δεξιότητες και εμπειρία». Δεν θα επεκταθούμε στην κριτική της έννοιας της «αφοσίωσης στην επιχείρηση», αφού ο ρόλος της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου της στη διασφάλιση της «κοινωνικής ειρήνης», της ταξικής συνεργασίας είναι πασίγνωστος. Θα περιοριστούμε στην κριτική του βασικού επιχειρήματος.
Πράγματι, η παραγωγικότητα, για τον καπιταλιστή δε σχετίζεται μόνο με το κόστος εργασίας. Εξαρτάται από το επίπεδο εκπαίδευσης της εργατικής τάξης, από τις υλικοτεχνικές υποδομές, την καινοτομία, από το γενικό επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, αυτό τελικά είναι το βαθύτερο πρόβλημα για τους εργαζόμενους στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Τις προηγούμενες δεκαετίες, τις δεκαετίες του 1970 και 1980, οι όροι αυτοί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ήταν ριζικά διαφορετικοί σε σχέση με τη σημερινή Ευρώπη και σε σχέση τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό οδηγούσε σε μεγαλύτερη κερδοφορία των επιχειρήσεων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτή η μεγαλύτερη κερδοφορία ήταν η υλική βάση του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου του καπιταλισμού εκείνης της περιόδου. Αυτή η υλική δυνατότητα σε συνδυασμό με την ύπαρξη των σοσιαλιστικών κρατών, την ανάγκη πολιτικής σταθεροποίησης του μεταπολεμικού καπιταλισμού και τους εργατικούς αγώνες της περιόδου, οδήγησαν στις «χρυσές δεκαετίες» του καπιταλισμού της Δυτικής Ευρώπης.
Σήμερα όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Οι προαναφερθέντες υλικοί όροι υψηλής παραγωγικότητας δεν περιορίζονται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Το αμερικανικό μονοπώλιο πληροφορικής της ΙΒΜ έχει πλέον περισσότερους ειδικευμένους εργαζόμενους στον τομέα της πληροφορικής στην Ινδία από ό,τι στις ΗΠΑ, γιατί οι μισθοί στην Ινδία είναι σχεδόν πέντε φορές μικρότεροι. Οι όροι αυξημένης παραγωγικότητας της εργασίας έχουν διαχυθεί σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Γι' αυτό και οι μονοπωλιακοί όμιλοι στην ΕΕ και στις ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό έχουν ένα βασικό δρόμο, τη διασφάλιση φθηνής εργατικής δύναμης.
Αυτό δείχνει πως η απαίτηση του κεφαλαίου για φθηνή εργατική δύναμη δεν είναι «δογματική προσέγγιση» ή λαθεμένος υπολογισμός, αλλά ανάγκη της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γι' αυτό, όποιος αγκαλιάζει την καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να ακολουθεί την πολιτική της άρχουσας τάξης και της ΕΕ για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, τη γραμμή της φθηνής εργατικής δύναμης.
Η γραμμή διεξόδου
Η απελευθέρωση των απολύσεων είναι αντιλαϊκή και άδικη. Οχι γιατί δε βοηθά την καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως ισχυρίζονται σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι. Αλλά, αντίθετα, γιατί για να έρθει η καπιταλιστική ανάπτυξη, το τσάκισμα των εργαζόμενων και η φθηνή εργατική δύναμη είναι προϋπόθεση. Γι' αυτό άλλωστε το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιστρατεύεται τη γραμμή της φθηνής εργατικής δύναμης, δεν οδηγεί ούτε καν στην ανάκτηση των απωλειών της περιόδου. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα ...κοινωνικοποίησης της φτώχειας ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα. Οι παροχές - ψίχουλα σε κάποιες κατηγορίες εργαζομένων θα προκύψουν από τα ίδια τα λαϊκά στρώματα, αφού τον πραγματικό πλούτο, τα κέρδη και τα κεφάλαια των μονοπωλιακών ομίλων, όχι απλά δεν τα φορολογεί, αλλά τα ενισχύει.
Καθήκον του εργατικού κινήματος σήμερα δεν είναι απλά να αντιπαλεύει το ένα ή το άλλο μεμονωμένο μέτρο, αφού η ανάγκη του καπιταλισμού για φθηνή εργατική δύναμη μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλα ανάλογα μέτρα.
Αντίθετα, καθήκον σήμερα είναι η οργάνωση της πάλης, η αναγέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος που σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την άρχουσα τάξη και την ΕΕ, που, με αφετηρία την άμεση ανάκτηση του συνόλου των απωλειών της τελευταίας περιόδου, οργανώνει την πάλη για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, για έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, το δρόμο της αποδέσμευσης απ' την ΕΕ, με εργατική - λαϊκή εξουσία.

Του Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ